τραμπουκοκρατία

τραμπουκοκρατία
η, Ν
επικράτηση τών τραμπούκων σε έναν τομέα τής κοινωνικής ή πολιτικής ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραμπούκος + -κρατία (< -κρατης < κράτος), πρβλ. οχλο-κρατία. Η λ. μαρτυρέται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”